δολοπλόκος

δολοπλόκος
-α, -ο (AM δολοπλόκος, -ον)
αυτός που πλέκει δόλους, που εξυφαίνει πανούργα σχέδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δολοπλόκος, -α — και ος, ο αυτός που ενεργεί δολοπλοκία, ο μηχανορράφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δολοπλόκος — weaving wiles masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολοπλόκον — δολοπλόκος weaving wiles masc/fem acc sg δολοπλόκος weaving wiles neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολοπλόκα — δολοπλόκος weaving wiles neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολοπλόκε — δολοπλόκος weaving wiles masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολοπλόκου — δολοπλόκος weaving wiles masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολοπλόκους — δολοπλόκος weaving wiles masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολοπλόκων — δολοπλόκος weaving wiles masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγκυλόβουλος — ἀγκυλόβουλος, ον (Μ) δολοπλόκος, πανούργος (πρβλ. αγκυλομήτης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + βουλος < βουλή] …   Dictionary of Greek

  • αδικομήχανος — ἀδικομήχανος, ον (Α) αυτός που σχεδιάζει μηχανορραφίες, ο δολοπλόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + μηχανή (= τέχνασμα, πανουργία, δόλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”